ντοπάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντοπάρω < αγγλική dope

Ρήμα[επεξεργασία]

ντοπάρω

  1. (αθλητισμός) δίνω σε κάποιον χημικές ουσίες (μέσω της διατροφής) που βελτιώνουν τις αθλητικές επιδόσεις του
  2. εξάπτω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]