ντου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντου < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντου ουδέτερο άκλιτο
- (λαϊκότροπο) (οικείο) επίθεση, εισβολή
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κάνω ντου: (οικείο) (λαϊκότροπο) επιτίθεμαι, ορμάω, εισβάλλω
- Θα κάνω ντου, βρε πονηρή, στα στέκια που αράζεις / κι αν σε τρακάρω πουθενά μ’ αυτόν τον άνθρωπο ξανά / να ξέρεις δεν τη βγάζεις. (Από το τραγούδι «Θα κάνω ντου, βρε πονηρή» (1953) του Βασίλη Τσιτσάνη σε στίχους Κώστα Βίρβου)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντου
|