ξεβγάλτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεβγάλτης < → δείτε τη λέξη ξεβγάζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεβγάλτης αρσενικό πληθυντικός: ξεβγαλτάδες

  • (ιδιωματικό της Κρήτης και της Μάνης, παρωχημένο) πρόσωπο που συνοδεύει, ως ουδέτερος σε διαμάχη (βεντέτα) τρίτων, ένα άτομο προκειμένου αυτό να εξέλθει από το σπίτι του και να κυκλοφορήσει με ασφάλεια, χωρίς να κινδυνεύει να δεχθεί επίθεση από τους αντιπάλους του· (κυριολεκτικά) αυτός που βγάζει
    ※  Αν κάποιος είχε να κάνει μια σπουδαία δουλειά -βαφτίσια, γάμο, κηδεία […]- σε μια ουδέτερη περιοχή, μπορούσε να πάρει μαζί του έναν ξεβγάλτη· δηλαδή έναν βαρειά οπλισμένο ουδέτερο, κι αν ήταν δυνατό ένα Νυκλιάνο, με τη φαμίλια του οποίου η άλλη πλευρά δεν ήθελε ν' αρχίσει ακούσια τσακωμό· έναν άντρα που η παρουσία του έβγαζε το συνοδό του από τη διαμάχη
    Πάτρικ Λη Φέρμορ, Μάνη, μετάφραση από τα αγγλικά: Τζαννής Τζαννετάκης (Αθήνα: Κέδρος, 2007 [α΄ έκδ. 1972], ISBN 978-960-04-0864-5), σ. 143.
    ※  Στη Μάνη οι φονιάδες μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα συνοδευόμενοι από έναν ουδέτερο προστάτη (ξεβγάλτης)
    Ηλίας Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα τραγούδια [¹1968] (Αθήνα: Κέδρος, 1996), σ. 16. Στο Google books· πρόσβαση: 2021-10-20.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]