ξεδιαλέγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεδιαλέγω < ξε- + διαλέγω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεδιαλέγω, πρτ.: ξεδιάλεγα, στ.μέλλ.: θα ξεδιαλέξω, αόρ.: ξεδιάλεξα, μτχ.π.π.: ξεδιαλεγμένος

  • επιλέγω, διαλέγω από ένα σύνολο ομοειδών στοιχείων κάποια που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό, συνήθως τα καλύτερα σε ποιότητα ή τα χειρότερα
    ※  Εντάξει , αλλά με ποιους ; Είναι εύκολο να ξεδιαλέξεις δέκα, δώδεκα παίκτες μέσα σ' αυτό το συνονθύλευμα της σπαρίλας και της χαβαλεδοσύνης; Τελικά βρέθηκαν μερικοί, ανάμεσά τους κι εγώ, που ξέραμε μέσες άκρες πώς να σταθούμε... (Αλμπέρτος Ναρ, Σε αναζήτηση ύφους, Εκδόσεις Νεφέλη, 1997, σελ. 31)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]