vet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

vet < περικοπή του veterinarian

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
vet vets

vet (en)

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

vet < περικοπή του veteran

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
vet vets

vet (en)

Ετυμολογία 3[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας vet
γ΄ ενικό ενεστώτα vets
αόριστος vetted
παθητική μετοχή vetted
ενεργητική μετοχή vetting

vet (en)

  1. ξεδιαλέγω, εγκρίνω ή απορρίπτω κατόπιν κρίσης, επιλέγω λίγα μέσα από τα πολλά
  2. εξετάζω κάτι ή κάποιον ή ερευνώ για να δω αν θα δώσω επίσημη έγκριση

Πηγές[επεξεργασία]



Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

vet (ca)



Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

vet (nl)

Επίθετο[επεξεργασία]

vet (nl)



Ουγγρικά (hu)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ρήμα[επεξεργασία]

vet (hu)

  1. πετάω, ρίχνω κάτι
  2. σπέρνω
    ki mint vet úgy arat - όπως σπέρνει κανείς έτσι θερίζει



Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

vet (pt)

  1. κτηνίατρος
  2. βετεράνος



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

vet (sv)

  1. ενεστώτας του veta; ξέρω, γνωρίζω
    jag vet inte - δεν ξέρω