ξεθεμελιώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεθεμελιώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεθεμελιώνω
- γκρεμίζω ένα οικοδόμημα από τα θεμέλια
- (μεταφορικά) καταστρέφω κάτι ολοκληρωτικά, ολοσχερώς
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεθεμελιώνω | ξεθεμελίωνα | θα ξεθεμελιώνω | να ξεθεμελιώνω | ξεθεμελιώνοντας | |
β' ενικ. | ξεθεμελιώνεις | ξεθεμελίωνες | θα ξεθεμελιώνεις | να ξεθεμελιώνεις | ξεθεμελίωνε | |
γ' ενικ. | ξεθεμελιώνει | ξεθεμελίωνε | θα ξεθεμελιώνει | να ξεθεμελιώνει | ||
α' πληθ. | ξεθεμελιώνουμε | ξεθεμελιώναμε | θα ξεθεμελιώνουμε | να ξεθεμελιώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεθεμελιώνετε | ξεθεμελιώνατε | θα ξεθεμελιώνετε | να ξεθεμελιώνετε | ξεθεμελιώνετε | |
γ' πληθ. | ξεθεμελιώνουν(ε) | ξεθεμελίωναν ξεθεμελιώναν(ε) |
θα ξεθεμελιώνουν(ε) | να ξεθεμελιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεθεμελίωσα | θα ξεθεμελιώσω | να ξεθεμελιώσω | ξεθεμελιώσει | ||
β' ενικ. | ξεθεμελίωσες | θα ξεθεμελιώσεις | να ξεθεμελιώσεις | ξεθεμελίωσε | ||
γ' ενικ. | ξεθεμελίωσε | θα ξεθεμελιώσει | να ξεθεμελιώσει | |||
α' πληθ. | ξεθεμελιώσαμε | θα ξεθεμελιώσουμε | να ξεθεμελιώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεθεμελιώσατε | θα ξεθεμελιώσετε | να ξεθεμελιώσετε | ξεθεμελιώστε | ||
γ' πληθ. | ξεθεμελίωσαν ξεθεμελιώσαν(ε) |
θα ξεθεμελιώσουν(ε) | να ξεθεμελιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεθεμελιώσει | είχα ξεθεμελιώσει | θα έχω ξεθεμελιώσει | να έχω ξεθεμελιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεθεμελιώσει | είχες ξεθεμελιώσει | θα έχεις ξεθεμελιώσει | να έχεις ξεθεμελιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεθεμελιώσει | είχε ξεθεμελιώσει | θα έχει ξεθεμελιώσει | να έχει ξεθεμελιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεθεμελιώσει | είχαμε ξεθεμελιώσει | θα έχουμε ξεθεμελιώσει | να έχουμε ξεθεμελιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεθεμελιώσει | είχατε ξεθεμελιώσει | θα έχετε ξεθεμελιώσει | να έχετε ξεθεμελιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεθεμελιώσει | είχαν ξεθεμελιώσει | θα έχουν ξεθεμελιώσει | να έχουν ξεθεμελιώσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεθεμελιώνω
|