ξεκολλῶ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεκολλῶ < μεσαιωνική ελληνική ξεκολλῶ < ξε και κολλῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεκολλῶ και ξεκολλάω
- γραφή του ξεκολλώ στην καθαρεύουσα και γενικά πριν από την εφαρμογή του μονοτονικού
- → δείτε τη λέξη ξεκολλώ
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεκολλῶ < < ξε και κολλῶ < αρχαία ελληνική κολλάω-κολλῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεκολλῶ και ἀθότυρον
- αποσπώ κάτι βίαια, τραυματικά, όπως τα μέλη του σώματος
- (μεταφορικά) αποχωρίζομαι κάτι-κάποιον