ξεκολλῶ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεκολλῶ < μεσαιωνική ελληνική ξεκολλῶ < ξε και κολλῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεκολλῶ και ξεκολλάω

→ δείτε τη λέξη  ξεκολλώ

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεκολλῶ < < ξε και κολλῶ < αρχαία ελληνική κολλάω-κολλῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεκολλῶ και ἀθότυρον

  1. αποσπώ κάτι βίαια, τραυματικά, όπως τα μέλη του σώματος
  2. (μεταφορικά) αποχωρίζομαι κάτι-κάποιον

Συγγενικά[επεξεργασία]