ξεμπουκάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεμπουκάρω < ξε- + μπουκάρω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεμπουκάρω, πρτ.: ξεμπούκαρα, στ.μέλλ.: θα ξεμπουκάρω, αόρ.: ξεμπουκάρισα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]