ξεμπουκάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεμπουκάρω, πρτ.: ξεμπούκαρα, στ.μέλλ.: θα ξεμπουκάρω, αόρ.: ξεμπουκάρισα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεμπουκάρω
|