ξενόγλωσσου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ξενόγλωσσου
- γενική ενικού, αρσενικού γένους του ξενόγλωσσος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του ξενόγλωσσος