ξεροψήνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεροψήνω
- ψήνω κάτι μέχρι να γίνει ξερό, τραγανό
- (μεταφορικά) ενοχλώ διαρκώς κάποιον με επίμονες ερωτήσεις ή κριτικές
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεροψήνω
|