ξεσποριάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεσποριάζω < ξε- + σποριάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεσποριάζω

  1. (μεταβατικό) αφαιρώ τους σπόρους ενός καρπού
  2. (αμετάβατο) σχηματίζω σπόρους
     συνώνυμα: σποριάζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]