ξεχειμάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεχειμάζω < μεσαιωνική ελληνική ξεχειμάζω < εκχειμάζω < ἐκ + αρχαία ελληνική χεῖμα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kse.çiˈma.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεχειμάζω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]