γίδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γίδι τα γίδια
      γενική του γιδιού των γιδιών
    αιτιατική το γίδι τα γίδια
     κλητική γίδι γίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γίδι < μεσαιωνική ελληνική γίδιν < αρχαία ελληνική αἰγίδιον, υποκοριστικό του αἴξ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γίδι ουδέτερο

  1. το κατσίκι
  2. (προσβλητικά) ο χωρίς καλούς τρόπους συμπεριφοράς, ο αγροίκος
  3. (στον πληθυντικό) κοπάδι γιδιών
    βόσκουνε τα γίδια

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]