οζονίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οζονίζω < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ozoniser / ozoner + -ίζω < ozone < γερμανική Ozon < αρχαία ελληνική ὄζω

Ρήμα[επεξεργασία]

οζονίζω

  1. εμπλουτίζω με όζον
  2. ψεκάζω / διαποτίζω με όζον (για απολύμανση κ.λπ.)
  3. εμπλουτίζω με όζον

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]