οζονισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οζονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οζονίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
οζονισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη οζονίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οζονισμένος
|