οζοντισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οζοντισμένος η οζοντισμένη το οζοντισμένο
      γενική του οζοντισμένου της οζοντισμένης του οζοντισμένου
    αιτιατική τον οζοντισμένο την οζοντισμένη το οζοντισμένο
     κλητική οζοντισμένε οζοντισμένη οζοντισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οζοντισμένοι οι οζοντισμένες τα οζοντισμένα
      γενική των οζοντισμένων των οζοντισμένων των οζοντισμένων
    αιτιατική τους οζοντισμένους τις οζοντισμένες τα οζοντισμένα
     κλητική οζοντισμένοι οζοντισμένες οζοντισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οζοντισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οζοντίζω

Μετοχή[επεξεργασία]

οζοντισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]