ομοδοξώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ομοδοξώ
- έχω την ίδια θρησκεία, το ίδιο δόγμα
- έχω την ίδια άποψη για κάποιο θέμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομοδοξώ
|