ομοδοξώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ομοδοξώ < ομο- + δοξάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ομοδοξώ

  1. έχω την ίδια θρησκεία, το ίδιο δόγμα
  2. έχω την ίδια άποψη για κάποιο θέμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]