ονειροβατώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ονειροβατώ < όνειρο + -ο- + -βατώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.ni.ɾo.vaˈto/

Ρήμα[επεξεργασία]

ονειροβατώ

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]