ονυχογρύπωσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ονυχογρύπωσης θηλυκό
- γενική ενικού του ονυχογρύπωση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ονυχογρυπώσεως (λόγιο)