οπ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οπ < (άμεσο δάνειο) τουρκική hop (εμπρός, πήδα!)[1] (ηχομιμητική λέξη)
Επιφώνημα[επεξεργασία]
οπ!
- χρησιμοποιείται για να δηλωθεί ξάφνιασμα
- Οπ! σε τσάκωσα. Τι κάνεις εκεί;
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- ωπ!
Παράγωγα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπ
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ οπ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας}