οπωροφόρων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

οπωροφόρων

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

οπωροφόρων αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο