ορεσι-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὀρεσι-

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ορεσι- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀρεσι- δοτική πληθυντικού «τοῖς ὄρεσι» του ουδέτρου «τό ὄρος (το βουνό) [1]

Πρόθημα

[επεξεργασία]

ορεσι-, ορεσί-

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε και άλλες μορφές στα σύνθετα του «ὄρος»

από τα συνώνυμα

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. «όρος, το»Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.