ορνιθοσκαλίσματα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορνιθοσκαλίσματα < όρνιθα + σκαλίσματα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορνιθοσκαλίσματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ειρωνικό), (οικείο) χειρόγραφα γράμματα που είναι δύσκολο ή αδύνατον να διαβαστούν, συχνά ούτε από αυτόν που τα έγραψε
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορνιθοσκαλίσματα