πέστε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

πέστε

  1. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος πέφτω
  2. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος λέω (και πείτε)