παγκοσμιώσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]παγκοσμιώσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του παγκοσμίωση
- εναλλακτικά: παγκοσμίωσης
παγκοσμιώσεως θηλυκό