παγωτού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
του παγωτού (el) γενική, ενικός, ουδέτερο
- γενική (κλίση) || ενικού (αριθμού), του ουσιαστικού: (το) παγωτό ουδέτερο