πανελλαδικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πανελλαδικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πανελλαδικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε πανελλαδικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα[επεξεργασία]
πανελλαδικώς
Πηγές[επεξεργασία]
- πανελλαδικός, πανελλαδικώς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πανελλαδικός, πανελλαδικώς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)