πανελλαδικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
πανελλαδικά < πανελλαδικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
πανελλαδικά
- σε ολόκληρη την Ελλάδα
- η δημοσκόπηση διεξήχθη πανελλαδικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πανελλαδικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πανελλαδικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πανελλαδικό