παρεδρεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρεδρεύω < αρχαία ελληνική παρεδρεύω < πάρεδρος

Ρήμα[επεξεργασία]

παρεδρεύω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]