παρεξηγώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρεξηγώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παρεξηγέομαι / παρεξηγοῦμαι (παρερμηνεύω) και μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική misunderstood ή τη γαλλική méconnu.[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ɾe.ksiˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρε‐ξη‐γώ
Ρήμα[επεξεργασία]
παρεξηγώ, παθητικό: παρεξηγούμαι, παθητική μετοχή: παρεξηγημένος
- ερμηνεύω λανθασμένα
- αντιλαμβάνομαι με λανθασμένο τρόπο τα λόγια, τις προθέσεις, τη συμπεριφορά κλπ ενός ανθρώπου, συνήθως αποδίδοντάς του κάτι κακό
- κατηγορώ κάποιον χωρίς να έχει κάνει κάτι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρεξηγώ
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ παρεξηγώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)