πατενταρισμένου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
πατενταρισμένου
- γενική ενικού, αρσενικού γένους του πατενταρισμένος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του πατενταρισμένος