πεκάν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεκάν < αγγλική pecan[1] < γαλλική pacane / paccan

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πεκάν ουδέτερο άκλιτο

  1. (βοτανική) είδος αμερικάνικης καρυδιάς (Carya illinoinensis)
  2. το σχετικά μικρό και με λεπτό λείο περίβλημα καρύδι της καρυδιάς αυτής

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Pecan στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. πεκάνΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)