πελεκᾶνε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
πελεκᾶνε αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική δυϊκού του πελεκάν
Δείτε επίσης : πελεκάνε |
πελεκᾶνε αρσενικό