περιδιαβάσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
περιδιαβάσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του περιδιάβαση
- εναλλακτικά: περιδιάβασης
περιδιαβάσεως θηλυκό