περισκοπήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
περισκοπήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του περισκόπηση
- εναλλακτικά: περισκόπησης
περισκοπήσεως θηλυκό