πιάνω πάτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιάνω πάτο < → δείτε τις λέξεις πιάνω και πάτο

Έκφραση[επεξεργασία]

πιάνω πάτο

  1. φτάνω ως τον πάτο, τον πυθμένα
  2. (μεταφορικά) αποτυγχάνω τελείως

Πηγές[επεξεργασία]