πικέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πικέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική piqué [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /piˈce/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐κέ
Επίθετο[επεξεργασία]
πικέ άκλιτο
- (ύφασμα) ύφασμα με βαθουλώματα και εξογκώματα σε μοτίβο
- ↪ Οι κουβέρτες είναι συχνά πικέ, πικεδένιες.
- άλλες μορφές: πικές (αρσενικό)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πικέ
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ πικέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας