πιλοπωλεῖον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιλοπωλεῖον < αρχαία ελληνική πῖλ(ος) + -o- + -πωλεῖον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιλοπωλεῖον ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]