πιράνχα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιράνχα < αγγλική piranha < πορτογαλική piranha < τούπι pirá (ψάρι) + (ίσως) sanha / sainha (δόντι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιράνχα ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]