πισωπλατίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
πισωπλατίζω, αόρ.: πισωπλάτισα (χωρίς παθητική φωνή)
- (σπάνιο, λογοτεχνικό) κάνω βήμα(τα) προς τα πίσω, οπισθοχωρώ
- ※ Ετότε τους είδα να πισωπλατίσουν όλους, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον ποιός να πρωτοφύγει
- ※ Μόλις που είχα προλάβει να πισωπλατίσω, να σβυστώ στη γωνιά
- Άγγελος Τερζάκης, Μυστική ζωή. Αθήνα: Βιβλοπωλείον της Εστίας, 1990, στʹ έκδοση αναθεωρημένη ISBN 960-05-0195-5), σ. 179.
- ※ Όσο εμείς ξαφνιαστήκαμε από το φέρσιμό μας, άλλο τόσο κι αυτός. Η κατακραυγή χίμηξε απάνω του, τόνε βάρεσε στο στήθος, τον σταμάτησε, τον πισωπλάτισε
- Μ. Καραγάτσης, διήγημα «Τα χταποδάκια», συλλογή Το νερό της βροχής [1950]· Διαθέσιμο ※
ebooks.edu.gr. πρόσβαση: 2020-11-29.
- ※ Δυσκολότερη και επιλεκτική πισωπλατίζω τον εξευτελισμό της δημοφιλέστερης πίτας μας έτσι όπως προσφέρεται πανιασμένη, μαραγκιασμένη, άψητη, από προστυχότατα υλικά, σε ταβέρνες, φούρνους, ορθάδικα fast πιτοπωλεία, caterings διαλογής
- Μαρία Χαραμή, «Ζήτω το σπανάκι», Το Βήμα [διαδικτ. έκδοση] (24 Νοεμβρίου 2008)· πρόσβαση: 2020-11-29.
- ※ Δυσκολότερη και επιλεκτική πισωπλατίζω τον εξευτελισμό της δημοφιλέστερης πίτας μας έτσι όπως προσφέρεται πανιασμένη, μαραγκιασμένη, άψητη, από προστυχότατα υλικά, σε ταβέρνες, φούρνους, ορθάδικα fast πιτοπωλεία, caterings διαλογής
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πισωπλατίζω | πισωπλάτιζα | θα πισωπλατίζω | να πισωπλατίζω | πισωπλατίζοντας | |
β' ενικ. | πισωπλατίζεις | πισωπλάτιζες | θα πισωπλατίζεις | να πισωπλατίζεις | πισωπλάτιζε | |
γ' ενικ. | πισωπλατίζει | πισωπλάτιζε | θα πισωπλατίζει | να πισωπλατίζει | ||
α' πληθ. | πισωπλατίζουμε | πισωπλατίζαμε | θα πισωπλατίζουμε | να πισωπλατίζουμε | ||
β' πληθ. | πισωπλατίζετε | πισωπλατίζατε | θα πισωπλατίζετε | να πισωπλατίζετε | πισωπλατίζετε | |
γ' πληθ. | πισωπλατίζουν(ε) | πισωπλάτιζαν πισωπλατίζαν(ε) |
θα πισωπλατίζουν(ε) | να πισωπλατίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πισωπλάτισα | θα πισωπλατίσω | να πισωπλατίσω | πισωπλατίσει | ||
β' ενικ. | πισωπλάτισες | θα πισωπλατίσεις | να πισωπλατίσεις | πισωπλάτισε | ||
γ' ενικ. | πισωπλάτισε | θα πισωπλατίσει | να πισωπλατίσει | |||
α' πληθ. | πισωπλατίσαμε | θα πισωπλατίσουμε | να πισωπλατίσουμε | |||
β' πληθ. | πισωπλατίσατε | θα πισωπλατίσετε | να πισωπλατίσετε | πισωπλατίστε | ||
γ' πληθ. | πισωπλάτισαν πισωπλατίσαν(ε) |
θα πισωπλατίσουν(ε) | να πισωπλατίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πισωπλατίσει | είχα πισωπλατίσει | θα έχω πισωπλατίσει | να έχω πισωπλατίσει | ||
β' ενικ. | έχεις πισωπλατίσει | είχες πισωπλατίσει | θα έχεις πισωπλατίσει | να έχεις πισωπλατίσει | ||
γ' ενικ. | έχει πισωπλατίσει | είχε πισωπλατίσει | θα έχει πισωπλατίσει | να έχει πισωπλατίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πισωπλατίσει | είχαμε πισωπλατίσει | θα έχουμε πισωπλατίσει | να έχουμε πισωπλατίσει | ||
β' πληθ. | έχετε πισωπλατίσει | είχατε πισωπλατίσει | θα έχετε πισωπλατίσει | να έχετε πισωπλατίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πισωπλατίσει | είχαν πισωπλατίσει | θα έχουν πισωπλατίσει | να έχουν πισωπλατίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πισωπλατίζω
|
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα πισω- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίζω (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από σχολικά βιβλία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)