βήμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βήμα τα βήματα
      γενική του βήματος των βημάτων
    αιτιατική το βήμα τα βήματα
     κλητική βήμα βήματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βήμα < αρχαία ελληνική βῆμα < βαίνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈvi.ma/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βήμα ουδέτερο

  1. η κίνηση που κάνουμε όταν φέρνουμε το ένα πόδι μπροστά από το άλλο κατά το βάδισμα
  2. η απόσταση που διανύουμε όταν κάνουμε μία τέτοια κίνηση
  3. υπερυψωμένη κατασκευή στην οποία ανεβαίνει κάποιος που μιλάει σε δημόσια συνάθροιση
  4. (μεταφορικά) το μέρος ή η ευκαιρία που έχει κάποιος να εκφράσει δημόσια τις απόψεις του
    το περιοδικό μας θα δώσει ένα βήμα έκφρασης σε νέους δημιουργούς
  5. μέρος του τίτλου εφημερίδων ή άλλων ενημερωτικών εντύπων
  6. άγιο βήμα: το ιερό του χριστιανικού ναού, το μέρος όπου βρίσκεται η Αγία Τράπεζα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]