πληθυντικός ευγενείας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πληθυντικός ευγενείας < → δείτε τις λέξεις πληθυντικός και ευγενείας, λόγια γενική ενικού του ευγένεια
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
πληθυντικός ευγενείας αρσενικό
- (γραμματική) η χρήση του πληθυντικού όταν απευθυνόμαστε σε ένα πρόσωπο σε ένδειξη σεβασμού και ευγένειας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πληθυντικός ευγενείας