πνιγερών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πνιγερών
- γενική πληθυντικού του πνιγερός
- γενική πληθυντικού του πνιγερή
- γενική πληθυντικού του πνιγερό
πνιγερών