ποδόπληκτρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποδόπληκτρο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποδόπληκτρο ουδέτερο

  • εξάρτημα μουσικού οργάνου (εκκλησιαστικού αρμόνιου, πιάνου, κ.α.) που χρησιμοποιείται με το πόδι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]