πολυτονίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
πολυτονίζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πολυτονίζω | πολυτόνιζα | θα πολυτονίζω | να πολυτονίζω | πολυτονίζοντας | |
β' ενικ. | πολυτονίζεις | πολυτόνιζες | θα πολυτονίζεις | να πολυτονίζεις | πολυτόνιζε | |
γ' ενικ. | πολυτονίζει | πολυτόνιζε | θα πολυτονίζει | να πολυτονίζει | ||
α' πληθ. | πολυτονίζουμε | πολυτονίζαμε | θα πολυτονίζουμε | να πολυτονίζουμε | ||
β' πληθ. | πολυτονίζετε | πολυτονίζατε | θα πολυτονίζετε | να πολυτονίζετε | πολυτονίζετε | |
γ' πληθ. | πολυτονίζουν(ε) | πολυτόνιζαν πολυτονίζαν(ε) |
θα πολυτονίζουν(ε) | να πολυτονίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πολυτόνισα | θα πολυτονίσω | να πολυτονίσω | πολυτονίσει | ||
β' ενικ. | πολυτόνισες | θα πολυτονίσεις | να πολυτονίσεις | πολυτόνισε | ||
γ' ενικ. | πολυτόνισε | θα πολυτονίσει | να πολυτονίσει | |||
α' πληθ. | πολυτονίσαμε | θα πολυτονίσουμε | να πολυτονίσουμε | |||
β' πληθ. | πολυτονίσατε | θα πολυτονίσετε | να πολυτονίσετε | πολυτονίστε | ||
γ' πληθ. | πολυτόνισαν πολυτονίσαν(ε) |
θα πολυτονίσουν(ε) | να πολυτονίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πολυτονίσει | είχα πολυτονίσει | θα έχω πολυτονίσει | να έχω πολυτονίσει | ||
β' ενικ. | έχεις πολυτονίσει | είχες πολυτονίσει | θα έχεις πολυτονίσει | να έχεις πολυτονίσει | ||
γ' ενικ. | έχει πολυτονίσει | είχε πολυτονίσει | θα έχει πολυτονίσει | να έχει πολυτονίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πολυτονίσει | είχαμε πολυτονίσει | θα έχουμε πολυτονίσει | να έχουμε πολυτονίσει | ||
β' πληθ. | έχετε πολυτονίσει | είχατε πολυτονίσει | θα έχετε πολυτονίσει | να έχετε πολυτονίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πολυτονίσει | είχαν πολυτονίσει | θα έχουν πολυτονίσει | να έχουν πολυτονίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυτονίζω
|