πρήθω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρήθω <

Ρήμα[επεξεργασία]

πρήθω

  1. καίω
  2. φυσώ, φουσκώνω διά φυσήματος
    ἔπρησεν δ’ ἄνεμος μέσον ἱστίον (Οδύσσεια Β 427)
    ο άνεμος φούσκωσε μέ τό φύσημά του τό μέσον του ιστίου