προδημοσιεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πρωτοδημοσιεύω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προδημοσιεύω < προ- + δημοσιεύω

Ρήμα[επεξεργασία]

προδημοσιεύω (παθητική φωνή: προδημοσιεύομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]