πρωτοδημοσιεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: προδημοσιεύω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτοδημοσιεύω < πρωτο- + δημοσιεύω

Ρήμα[επεξεργασία]

πρωτοδημοσιεύω (παθητική φωνή: πρωτοδημοσιεύομαι)

  1. δημοσιεύω πρώτος εγώ κάτι
  2. δημοσιεύω πρώτη φορά κάτι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]