προλειαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προλειαίνω < προ- + λειαίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

προλειαίνω

  1. κάνω κάτι λείο από πριν
  2. προετοιμάζω
    προλειαίνω το έδαφος

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]