λειαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λειαίνω < αρχαία ελληνική λειαίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

λειαίνω

  • επεξεργάζομαι μια επιφάνεια για να την κάνω λεία


Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]